- μυθοποιώ
- (Α μυθοποιῶ, -έω) [μυθοποιός]πλάθω, επινοώ μύθουςνεοελλ.δημιουργώ αίγλη μύθου γύρω από ένα πρόσωπο, φαινόμενο ή περιστατικό, τού προσδίδω μυθικά χαρακτηριστικά και μυθικές ιδιότητες και διαστάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυθοποιῷ — μῡθοποιῷ , μυθοποιός composer of fiction masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθοποίημα — μυθοποίημα, τὸ (Α) [μυθοποιώ] το αποτέλεσμα τού μυθοποιώ, μυθώδης διήγηση («ὅτι μυθοποίημα καὶ πλάσμα πρὸς ἡδονήν ἤ ἔκπληξιν ἀκροατοῡ γέγονε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μυθοποίηση — η (Α μυθοποίησις) [μυθοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυθοποιώ, η επινόηση μύθων, η μυθοποιία νεοελλ. η δημιουργία, γύρω από ένα πρόσωπο, φαινόμενο ή περιστατικό, μυθικής αίγλης, η πρόσδοση σ αυτό μυθικών χαρακτηριστικών και διαστάσεων … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
μυθουργώ — μυθουργῶ, έω (ΑΜ) μυθοποιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχ ουργώ] … Dictionary of Greek
προσμυθοποιώ — έω, Α [μυθοποιῶ] διαμορφώνω κάτι σε μύθο … Dictionary of Greek